- φιλοποιός
- φιλοποιόςmaking friendsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοποιός — όν, Α 1. αυτός που κάνει φίλους 2. φίλεργος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοποιόν η φιλοποιΐα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ποιός*] … Dictionary of Greek
φιλοποιόν — φιλοποιός making friends masc/fem acc sg φιλοποιός making friends neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοποιά — φιλοποιός making friends neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοποιῷ — φιλοποιός making friends masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλοποιΐα — ἡ, Α [φιλοποιός] φιλοποίησις* … Dictionary of Greek
φιλοποιώ — έω, Α [φιλοποιός] 1. κάνω κάποιον φίλο 2. μέσ. φιλοποιοῡμαι, έομαι παίρνω κάποιον με το μέρος μου («καὶ φιλοποιησάμενος παντὶ τρόπῳ τοὺς παροικοῡντας τὸν ποταμόν», Πολ.) … Dictionary of Greek
φιλοποιῶ — φιλοποιέω make a friend of pres subj act 1st sg (attic epic doric) φιλοποιέω make a friend of pres ind act 1st sg (attic epic doric) φιλοποιός making friends masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)